Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἤια: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6_20)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤια''': συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ [[ταξείδιον]], ζωοτροφίαι, Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., [[δεῦτε]], φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - [[καθόλου]], ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ [[ἄνεμος]]... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον [[ἤιον]], [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας: [[παρειά]], γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. [[τύπος]] δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.
|lstext='''ἤια''': συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ [[ταξείδιον]], ζωοτροφίαι, Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., [[δεῦτε]], φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - [[καθόλου]], ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ [[ἄνεμος]]... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον [[ἤιον]], [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας: [[παρειά]], γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. [[τύπος]] δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἤια:''' Ιων. αντί [[ᾔειν]], παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).<br /><b class="num">• ἤια:</b> συνηρ. <i>ᾖα</i>, <i>τά</i>, προμήθειες για [[ταξίδι]], ζωοτροφές, Επικ. [[λέξη]] για τα [[ἐφόδια]], Λατ. [[viaticum]], σε Όμηρ.· γενικά, <i>λύκων ἤια</i>, [[τροφή]], [[βορά]] για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἤια: συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ ταξείδιον, ζωοτροφίαι, Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἐφόδια, Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - καθόλου, ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ ἄνεμος... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον ἤιον, μετὰ τῆς ἑρμηνείας: παρειά, γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. τύπος δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.

Greek Monotonic

ἤια: Ιων. αντί ᾔειν, παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).
• ἤια: συνηρ. ᾖα, τά, προμήθειες για ταξίδι, ζωοτροφές, Επικ. λέξη για τα ἐφόδια, Λατ. viaticum, σε Όμηρ.· γενικά, λύκων ἤια, τροφή, βορά για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.