κύθρα: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(22)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύθρα]], ἡ (AM)<br />[[χύτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]], με [[μετάθεση]] δασύτητας].
|mltxt=[[κύθρα]], ἡ (AM)<br />[[χύτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]], με [[μετάθεση]] δασύτητας].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κύθρα:''' κύθρος, Ιων. αντί [[χύτρα]], [[χύτρος]].
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύθρα Medium diacritics: κύθρα Low diacritics: κύθρα Capitals: ΚΥΘΡΑ
Transliteration A: kýthra Transliteration B: kythra Transliteration C: kythra Beta Code: ku/qra

English (LSJ)

κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρίς, κυθρόκαυλος, κυθρόπους, κύθρος, Ion. and later Greek for χύτρ- (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κύθρα: κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρόγαυλος, κύθρος, Ἰων. ἀντὶ χύτρ-.

Greek Monolingual

κύθρα, ἡ (AM)
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας].

Greek Monotonic

κύθρα: κύθρος, Ιων. αντί χύτρα, χύτρος.