ἀνδροθνής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδροθνής]], ο, η (Α)<br />[[φονικός]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θνής</i>, από θ. <i>θνᾶ</i>- του [[θνήσκω]].
|mltxt=[[ἀνδροθνής]], ο, η (Α)<br />[[φονικός]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θνής</i>, από θ. <i>θνᾶ</i>- του [[θνήσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδροθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]], [[θνήσκω]]), [[φονικός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροθνής Medium diacritics: ἀνδροθνής Low diacritics: ανδροθνής Capitals: ΑΝΔΡΟΘΝΗΣ
Transliteration A: androthnḗs Transliteration B: androthnēs Transliteration C: androthnis Beta Code: a)ndroqnh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ,

   A murderous, φθοραί A.Ag.814.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, (θνήσκω) φονικός, ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
c. ἀνδροδάϊκτος.
Étymologie: ἀνήρ, θνῄσκω.

Spanish (DGE)

-ῆτος homicida ψῆφοι A.A.814.

Greek Monolingual

ἀνδροθνής, ο, η (Α)
φονικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -θνής, από θ. θνᾶ- του θνήσκω.

Greek Monotonic

ἀνδροθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, θνήσκω), φονικός, σε Αισχύλ.