προὔκειτο: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[πρόκειμαι]].
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[πρόκειμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προὔκειτο:''' προὐκινδύνευσε, αμτβ. του <i>προέκειτο</i>, <i>προ-εκινδύνευσε</i>.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.

Greek Monotonic

προὔκειτο: προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.