ὁλοκαυτόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> [[ὡλοκαύτωσα]];<br />v. [[ὁλοκαυτέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> [[ὡλοκαύτωσα]];<br />v. [[ὁλοκαυτέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁλοκαυτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, = το προηγ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 325] = ὁλοκαυτέω; ὡλοκαύτωσαν τοὺς ταύρους, Xen. Cyr. 8, 2, 24; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοκαυτόω: ὁλοκαύτωμα, ὁλοκαύτωσις, ἴδε ἐν λέξει ὁλοκαυτέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ὡλοκαύτωσα;
v. ὁλοκαυτέω.

Greek Monotonic

ὁλοκαυτόω: μέλ. -ώσω, = το προηγ., σε Ξεν.