ὁλοκαυτέω

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοκαυτέω Medium diacritics: ὁλοκαυτέω Low diacritics: ολοκαυτέω Capitals: ΟΛΟΚΑΥΤΕΩ
Transliteration A: holokautéō Transliteration B: holokauteō Transliteration C: olokafteo Beta Code: o(lokaute/w

English (LSJ)

bring a burnt-offering, offer whole, X.An.7.8.4: impf. ὡλοκαύτει ib.5:—Pass., ὁλοκαυτεῖται (v.l. ὁλοκαυτοῦται) J.AJ3.9.1:—more usually ὁλοκαυτ-όω, ὡλοκαύτωσαν v.l. in X.Cyr.8.3.24; ὁλοκαυτῶσαι J.AJ1.13.1, etc. (ὁλοκαυτοῦσιν Plu.2.694b, ὁλοκαυτῶν J.AJ3.9.1, may belong to either form).

German (Pape)

[Seite 325] ein Brandopfer darbringen, das Opfer ganz verbrennen; θύεσθαι καὶ ὁλ., Xen. An. 7, 8, 4; ib. 5 ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει.

French (Bailly abrégé)

ὁλοκαυτῶ :
impf. ὡλοκαύτουν;
consumer entièrement une victime par le feu.
Étymologie: ὅλος, καίω.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοκαυτέω: (impf. ὡλοκαύτουν) Xen. = ὁλοκαυτόω.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοκαυτέω: προσφέρω ἔμπυρον θυσίαν ἐξ ὁλομελῶν θυμάτων, ὁλοκαυτεῖν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 4, ὡλοκαύτει αὐτόθι 5· - ἀλλ’ οἱ ἐπικρατοῦντες τύποι ἀνήκουσιν εἰς τὸ ὁλοκαυτόω, ὡλοκαύτωσαν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 24· ὁλοκαυτῶσαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 13, 1, κτλ.· τὸ ὁλοκαυτοῦσιν Πλούτ. 2. 694Β, ὁλοκαυτῶν καὶ τὸ παθ. ὁλοκαυτοῦται Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 9, 1, δύνανται νὰ ἀνήκωσιν εἰς ἑκάτερον τῶν τύπων· ἀλλὰ τὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ παρ’ Ἰωσήπῳ ἐν χρήσει ὀνόματα, ὁλοκαύτωμα, τό, ὁλοκαύτωσις, ἡ εὐνοοῦσι τὸν τύπον εἰς -όω, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 524, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 98.

Greek Monotonic

ὁλοκαυτέω: μέλ. -ήσω (καίω), προσφέρω σαν θυσία ψημένα σφάγια, προσφέρω σαν θυσία ολόκληρα ψημένα σφάγια, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὁλο-καυτέω, fut. -ήσω καίω
to bring a burnt-offering, to offer whole, Xen.