Τυδεύς: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />Tydée, <i>père de Diomède</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τυδ, frapper ; cf. <i>lat.</i> tundo.
|btext=έως (ὁ) :<br />Tydée, <i>père de Diomède</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τυδ, frapper ; cf. <i>lat.</i> tundo.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Τῡδεύς:''' ὁ, γεν. <i>Τυδέως</i>, Επικ. <i>Τυδέος</i> ή <i>Τυδῆος</i>· αιτ. <i>Τυδέα</i>, Επικ. <i>Τυδῆα</i> και <i>Τυδῆ</i>· ο [[ήρωας]] Τυδέας, [[ένας]] από τους [[επτά]] ήρωες της Θήβας, [[πατέρας]] του Διομήδους, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Τῡδεύς: ὁ, γεν. Τυδέως, Ἐπικ. έος, ἢ ῆος· αἰτ. έα, Ἐπικ. ῆα, ὡσαύτως, ῆ, Ἰλ. Δ. 384· ― εἷς τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἡρώων, πατὴρ τοῦ Διομήδους, Ὅμ. (Κυρίως, ὁ Πλήκτης, ἐκ τῆς √ΤΥΔ, ΤΥΝΔ, πρβλ. Τυνδάρεος, Σανσκρ. tud, tud-âmi (tundo)· Λατ. tund-o, tu-tud-i, tud-es = m lleus· Γοτθ. staut-a (τύπτω), κτλ. ― Πατρωνυμικ. Τυδεΐδης, ὁ, ὁ Διομήδης, ὁ δ’ ὕστερος ὤρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης Ἰλ. Ε. 18, κτλ. ― Θηλ. Τυδηίς, ίδος, Κομανθὼ Τυδηὶς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφιόδ-) 160.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Tydée, père de Diomède.
Étymologie: R. Τυδ, frapper ; cf. lat. tundo.

Greek Monotonic

Τῡδεύς: ὁ, γεν. Τυδέως, Επικ. Τυδέος ή Τυδῆος· αιτ. Τυδέα, Επικ. Τυδῆα και Τυδῆ· ο ήρωας Τυδέας, ένας από τους επτά ήρωες της Θήβας, πατέρας του Διομήδους, σε Όμηρ.