παρστήετον: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[παρίστημι]].
|auten=see [[παρίστημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρστήετον:''' Επικ. αντί <i>παραστῆτον</i>, βʹ δυϊκ. υποτ. αορ. βʹ του [[παρίστημι]].
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

παρστήετον: Ἐπικ. β΄ δυϊκὸν ὑποτ. ἀορ. β΄ τοῦ παρίστημι, Ὀδ. Σ. 183.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ duel sbj. ao.2 poét. de παρίστημι.

English (Autenrieth)

see παρίστημι.

Greek Monotonic

παρστήετον: Επικ. αντί παραστῆτον, βʹ δυϊκ. υποτ. αορ. βʹ του παρίστημι.