βασσαρικός: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βασσαρικός]], -ή, -όν (Α) [[βασσάρα]]<br />ο [[βακχικός]].
|mltxt=[[βασσαρικός]], -ή, -όν (Α) [[βασσάρα]]<br />ο [[βακχικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βασσαρικός:''' -ή, -όν, [[βακχικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασσαρικός Medium diacritics: βασσαρικός Low diacritics: βασσαρικός Capitals: ΒΑΣΣΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: bassarikós Transliteration B: bassarikos Transliteration C: vassarikos Beta Code: bassariko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = βακχικός, θίασος AP6.165 (Phalaec.): βασσαρικά, τά, = Διονυσιακά, Soterich. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 438] bacchantisch, θίασος Phalaec. 3 (VI, 165).

Greek (Liddell-Scott)

βασσαρικός: -ή, -όν, =βακχικός, Ἀνθ. ΙΙ.6.165· τὰ βασσαρικὰ= τὰ Διανυσιακὰ Σωτήριχ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 báquico, dionisíaco θίασος AP 6.165 (Phal.).
2 subst. Βασσαρικά Basáricas, Dionisíacas tít. de una obra de Sotérico, Sud.s.u. Σωτήριχος.

Greek Monolingual

βασσαρικός, -ή, -όν (Α) βασσάρα
ο βακχικός.

Greek Monotonic

βασσαρικός: -ή, -όν, βακχικός, σε Ανθ.