ἐξόπιν: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(12)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξόπιν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[εξόπισθεν]].
|mltxt=[[ἐξόπιν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[εξόπισθεν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξόπιν:''' επίρρ. = το προηγ. I, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 887] dasselbe, ὁ κελαινὸς ὅ τ' ἐξόπιν ἀργίας Aesch. Ag. 114, Schol. ἐξοπίσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόπιν: Ἐπ. = τῷ προηγ. Ι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 115: πρβλ. κατόπιν.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἐξόπιθε.

Greek Monolingual

ἐξόπιν (Α)
επίρρ. βλ. εξόπισθεν.

Greek Monotonic

ἐξόπιν: επίρρ. = το προηγ. I, σε Αισχύλ.