ἕεστο: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(Autenrieth)
(4)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ἕννῦμι]].
|auten=see [[ἕννῦμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕεστο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. υπερσ. του [[ἕννυμι]].
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 717] ep., zu ἕννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕεστο: Ἐπ. γ΄ ἑν. παθ. ὑπερσ. τοῦ ἕννυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. Moy. de ἕννυμι.

English (Autenrieth)

see ἕννῦμι.

Greek Monotonic

ἕεστο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. υπερσ. του ἕννυμι.