ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(11)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκσφραγίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αποκλείομαι, κλείνομαι έξω<br /><b>2.</b> (για [[συμβόλαιο]]) [[είμαι]] σφραγισμένος<br /><b>3.</b> καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
|mltxt=[[ἐκσφραγίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αποκλείομαι, κλείνομαι έξω<br /><b>2.</b> (για [[συμβόλαιο]]) [[είμαι]] σφραγισμένος<br /><b>3.</b> καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσφρᾱγίζομαι Medium diacritics: ἐκσφραγίζομαι Low diacritics: εκσφραγίζομαι Capitals: ΕΚΣΦΡΑΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: eksphragízomai Transliteration B: eksphragizomai Transliteration C: eksfragizomai Beta Code: e)ksfragi/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53.    II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.

Greek Monolingual

ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.

Greek Monotonic

ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.