ἐκσυρίσσω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>réc. c.</i> [[ἐκσυρίττω]]. | |btext=<i>réc. c.</i> [[ἐκσυρίττω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκσῡρίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναγκάζω]] κάποιον να κατέβει από τη [[σκηνή]] με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσῡρίσσω: Ἀττ. -ττω, διὰ συριγμῶν ἀποδοκιμάζων ἀναγκάζω τινὰ νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, τινὰ Δημ. 449. 19· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21: ― ἐκπέμπω σφοδρὸν συριγμόν, καί τις δράκων ὑπερμεγέθης... ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε Δίων Κ. 51. 17.
French (Bailly abrégé)
réc. c. ἐκσυρίττω.
Greek Monotonic
ἐκσῡρίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αναγκάζω κάποιον να κατέβει από τη σκηνή με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ.