ἐνστρατοπεδεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_5) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνστρατοπεδεύομαι''': ἀποθ., στρατοπεδεύομαι ἔν τινι τόπῳ, [[χῶρος]] ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Ἡρόδ. 9. 2, 85· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 2. 20, Πλουτ. Θησ. 27. | |lstext='''ἐνστρατοπεδεύομαι''': ἀποθ., στρατοπεδεύομαι ἔν τινι τόπῳ, [[χῶρος]] ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Ἡρόδ. 9. 2, 85· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 2. 20, Πλουτ. Θησ. 27. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνστρᾰτοπεδεύομαι:''' αποθ., [[στρατοπεδεύω]], σε Ηρόδ.· ομοίως και στην Ενεργ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:42, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστρατοπεδεύομαι: ἀποθ., στρατοπεδεύομαι ἔν τινι τόπῳ, χῶρος ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Ἡρόδ. 9. 2, 85· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 2. 20, Πλουτ. Θησ. 27.
Greek Monotonic
ἐνστρᾰτοπεδεύομαι: αποθ., στρατοπεδεύω, σε Ηρόδ.· ομοίως και στην Ενεργ., Θουκ.