ἐνστρατοπεδεύομαι

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστρατοπεδεύομαι: ἀποθ., στρατοπεδεύομαι ἔν τινι τόπῳ, χῶρος ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Ἡρόδ. 9. 2, 85· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 2. 20, Πλουτ. Θησ. 27.

Greek Monotonic

ἐνστρᾰτοπεδεύομαι: αποθ., στρατοπεδεύω, σε Ηρόδ.· ομοίως και στην Ενεργ., Θουκ.

Middle Liddell

Dep. to encamp in, Hdt.;—so in Act., Thuc.