ἤισαν: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
(6_6)
 
(4)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤισαν''': Ἐπ. ἀντὶ ᾔεσαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ [[εἶμι]] (ibo).
|lstext='''ἤισαν''': Ἐπ. ἀντὶ ᾔεσαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ [[εἶμι]] (ibo).
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[εἶμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἤισαν:''' Επικ. αντί [[ᾔδεσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[οἶδα]], βλ. *[[εἴδω]].<br /><b class="num">• [[ἤισαν]]:</b> Επικ. αντί [[ᾔεσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).
}}
}}

Latest revision as of 23:16, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἤισαν: Ἐπ. ἀντὶ ᾔεσαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo).

English (Autenrieth)

see εἶμι.

Greek Monotonic

ἤισαν: Επικ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. παρατ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.
ἤισαν: Επικ. αντί ᾔεσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).