Greek (Liddell-Scott)
ἤισαν: Ἐπ. ἀντὶ ᾔεσαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo).
English (Autenrieth)
see εἶμι.
Greek Monotonic
ἤισαν: Επικ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. παρατ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.
• ἤισαν: Επικ. αντί ᾔεσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).