θοινατήριον: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(17) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θοινατήριον]], τὸ (Α) [[θοινατήρ]]<br />[[θοίνη]], [[ευτυχία]], [[συμπόσιο]] («στήσω πετεινοῑς γυψί [[θοινατήριον]]», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[θοινατήριον]], τὸ (Α) [[θοινατήρ]]<br />[[θοίνη]], [[ευτυχία]], [[συμπόσιο]] («στήσω πετεινοῑς γυψί [[θοινατήριον]]», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θοινᾱτήριον:''' τό, = [[θοίνη]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = θοίνη, E.Rh.515.
Greek (Liddell-Scott)
θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 515.
Greek Monolingual
θοινατήριον, τὸ (Α) θοινατήρ
θοίνη, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.).
Greek Monotonic
θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, σε Ευρ.