Καρικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Carie <i>ou</i> de Carien.<br />'''Étymologie:''' [[Κάρ]].
|btext=ή, όν :<br />de Carie <i>ou</i> de Carien.<br />'''Étymologie:''' [[Κάρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κᾱρικός:''' -ή, -όν, [[Καρικός]], σε Σοφ.· <i>Κ. αὐλήματα</i>, θρήνοι, μοιρολόγια, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κᾱρικός Medium diacritics: Καρικός Low diacritics: Καρικός Capitals: ΚΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Karikós Transliteration B: Karikos Transliteration C: Karikos Beta Code: *kariko/s

English (LSJ)

ή, όν, Carian,

   A λόφος Alc.22, cf. Hdt.1.171, al.; used for εὐτελής, worthless, κ. τράγοι S.Fr.540.    II Κ. ἔλαιον a kind of salve, Ophel.5; Κ. φάρμακον Hp.Ulc.16.    III Καρικὴ μοῦσα funeral song, dirge, Pl.Lg.800e; Κ. αὐλήματα Ar.Ra.1302; Κ. μέλος Pl.Com.69.12 (dub. l.).    IV Καρική (καρίκη cod.)· ἀσύνθετος (leg. ἀσύνετος) , καὶ ἄμπελος, Hsch.    V Καρικόν, τό, Carian quarter in Memphis, PSI4.409.21 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

Κᾱρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Καρίαν, ἢ Καρικῆς τέχνης, λόφον τε σείων Καρικὸν Ἀλκαῖος παρὰ Στράβ. 661. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικόν˙ εὐτελές, μικρόν. δηλοῖ δὲ καὶ ἀφροδίσιον σχῆμα αἰσχρόν», προσέτι: «Καρικοὶ τράγοι˙ ὡς εὐτελῶν ὄντων. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ» (Ἀποσπ. 485). ΙΙ. Καρικόν, τό, εἶδος ἀλοιφῆς, Ἱππ. 878 Ε. ΙΙΙ. Καρικὴ μοῦσα, ἡ, εἶδος ἐπικήδειου ὕμνου, θρῆνος, Πλάτ. Νόμ. 800 Ε˙ οὕτω, Καρικὰ αὐλήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1302˙ μέλος ᾀδόμενον ἐν συμποσίοις, αὐλοὺς δ’ ἔχουσά τις κορίσκη Καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῖς συμπόταις Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικὰ μέλη˙ ἐλέγετό τις Καρικὸς ῥυθμὸς ἐκ τροχαίου καὶ ἰάμβου συγκείμενος».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Carie ou de Carien.
Étymologie: Κάρ.

Greek Monotonic

Κᾱρικός: -ή, -όν, Καρικός, σε Σοφ.· Κ. αὐλήματα, θρήνοι, μοιρολόγια, σε Αριστοφ.