κατάρυτος: Difference between revisions

From LSJ
(19)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάρυτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατάρρυτος]].
|mltxt=[[κατάρυτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατάρρυτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάρῠτος:''' -ον, ποιητ. αντί [[κατάρρυτος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.

Greek Monolingual

κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.

Greek Monotonic

κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.