Κλειώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[Κλειώ]], και στον <b>Πίνδ.</b> Κλεώ)<br />(στον <b>Ησίοδ.</b>, <b>Πίνδ.</b> <b>κ.α.</b>) μία από τις Μούσες<br />στους μτγν. [[κυρίως]] η Μούσα της επικής ποιήσεως και ιστορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] (ΙΙ) «[[εγκωμιάζω]], [[λαμπρύνω]]»].
|mltxt=η (Α [[Κλειώ]], και στον <b>Πίνδ.</b> Κλεώ)<br />(στον <b>Ησίοδ.</b>, <b>Πίνδ.</b> <b>κ.α.</b>) μία από τις Μούσες<br />στους μτγν. [[κυρίως]] η Μούσα της επικής ποιήσεως και ιστορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] (ΙΙ) «[[εγκωμιάζω]], [[λαμπρύνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κλειώ:''' -οῦς, ἡ, η [[Κλειώ]], μια από τις Μούσες, σε Ησίοδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ιστορίας (από το [[κλέω]], [[κλείω]], [[γιορτάζω]]).
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κλειώ Medium diacritics: Κλειώ Low diacritics: Κλειώ Capitals: ΚΛΕΙΩ
Transliteration A: Kleiṓ Transliteration B: Kleiō Transliteration C: Kleio Beta Code: *kleiw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, Clio, one of the Muses, Hes.Th.77, Pi.N.3.83 (Κλεοῦς metri gr. codd. recc.), etc. (κλέω (A), κλείω (B).)

Greek (Liddell-Scott)

Κλειώ: -οῦς, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, Ἡσιόδ. Θ. 77, Πινδ. Ν. 3. 145 (ὅστις καλεῖ αὐτὴν Κλέω)· ― παρὰ μεταγεν. κυρίως ἡ μοῦσα τῆς Ἐπικῆς ποιήσεως καὶ ἱστορίας. (Ἐκ. τοῦ κλέω (Β), κλείω, κλεΐζω, δοξάζω.)

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Clio, muse de l’histoire.
Étymologie: κλέος.

Greek Monolingual

η (Α Κλειώ, και στον Πίνδ. Κλεώ)
(στον Ησίοδ., Πίνδ. κ.α.) μία από τις Μούσες
στους μτγν. κυρίως η Μούσα της επικής ποιήσεως και ιστορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείω (ΙΙ) «εγκωμιάζω, λαμπρύνω»].

Greek Monotonic

Κλειώ: -οῦς, ἡ, η Κλειώ, μια από τις Μούσες, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως, η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ιστορίας (από το κλέω, κλείω, γιορτάζω).