λαχοίην: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_5)
 
(5)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰχοίην''': Ἀττ. ἀντὶ λάχοιμι, εὐκτ. ἀορ. τοῦ [[λαγχάνω]].
|lstext='''λᾰχοίην''': Ἀττ. ἀντὶ λάχοιμι, εὐκτ. ἀορ. τοῦ [[λαγχάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰχοίην:''' Αττ. αντί <i>λάχοιμι</i>, ευκτ. αορ. βʹ του [[λαγχάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 00:00, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχοίην: Ἀττ. ἀντὶ λάχοιμι, εὐκτ. ἀορ. τοῦ λαγχάνω.

Greek Monotonic

λᾰχοίην: Αττ. αντί λάχοιμι, ευκτ. αορ. βʹ του λαγχάνω.