κτέρος: Difference between revisions

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
(6_21)
 
(5)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτέρος''': τό, ἴδε ἐν λέξ. [[κτέρεα]].
|lstext='''κτέρος''': τό, ἴδε ἐν λέξ. [[κτέρεα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κτέρος:''' τό, βλ. [[κτέρεα]].
}}
}}

Latest revision as of 00:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κτέρος: τό, ἴδε ἐν λέξ. κτέρεα.

Greek Monotonic

κτέρος: τό, βλ. κτέρεα.