ληῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(Autenrieth)
(5)
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ιδος: [[booty]]-[[bringing]], [[giver]] of [[booty]], epith. of Athēna, Il. 10.460†.
|auten=ιδος: [[booty]]-[[bringing]], [[giver]] of [[booty]], epith. of Athēna, Il. 10.460†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ληῖτις:''' -ιδος, ἡ (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη [[λαφυραγώγηση]] ή που διανέμει τη [[λεία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληῖτις Medium diacritics: ληῖτις Low diacritics: ληίτις Capitals: ΛΗΙΤΙΣ
Transliteration A: lēîtis Transliteration B: lēitis Transliteration C: liitis Beta Code: lhi=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A she who makes or dispenses booty, epith. of Athena, Il.10.460, Paus.5.14.6.    II Pass., = ληϊάς, A.R. 1.818, Lyc.105.

Greek (Liddell-Scott)

ληῖτις: -ιδος, ἡ, (ληὶς) ἡ συνεργοῦσα εἰς τὴν λείαν ἢ ἡ διανέμουσα τὴν λείαν, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Κ. 460· ἀλλαχοῦ ἀγελείη, πρβλ. Παυσ. 5. 14, 6, Λυκόφρ. 105. ΙΙ. παθ. = ληιάς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 818.

English (Autenrieth)

ιδος: booty-bringing, giver of booty, epith. of Athēna, Il. 10.460†.

Greek Monotonic

ληῖτις: -ιδος, ἡ (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη λαφυραγώγηση ή που διανέμει τη λεία, σε Ομήρ. Ιλ.