μεταπεμπτέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταπεμπτέος]], -α, -ον (Α) [[μεταπέμπω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
|mltxt=[[μεταπεμπτέος]], -α, -ον (Α) [[μεταπέμπω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταπεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί [[αλλού]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπεμπτέος Medium diacritics: μεταπεμπτέος Low diacritics: μεταπεμπτέος Capitals: ΜΕΤΑΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: metapemptéos Transliteration B: metapempteos Transliteration C: metapempteos Beta Code: metapempte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be sent for, Th.6.25.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.

Greek Monolingual

μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.

Greek Monotonic

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.