ὀγκητής: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui brait.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγκάομαι]].
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui brait.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγκάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀγκητής:''' -οῦ, ὁ ([[ὀγκάομαι]]), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο [[γάιδαρος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 290] der Brüllende, der Schreier, bes. der Esel, nach Schaefer's Behauptung für ὀγκηστής zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀγκώμενος, δηλ. ὄνος, Ἀνθ. Π. 9. 301.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui brait.
Étymologie: ὀγκάομαι.

Greek Monotonic

ὀγκητής: -οῦ, ὁ (ὀγκάομαι), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο γάιδαρος, σε Ανθ.