οἰωνοθέτης: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰωνοθέτης]], ὁ (Α)<br />[[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]] τών οιωνών, [[οιωνοσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οιωνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αστρο</i>-[[θέτης]]. | |mltxt=[[οἰωνοθέτης]], ὁ (Α)<br />[[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]] τών οιωνών, [[οιωνοσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οιωνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αστρο</i>-[[θέτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰωνοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A interpreter of auguries, S.OT484(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς οἰωνούς, Σοφ. Ο. Τ. 483.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui interprète le vol ou le cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, τίθημι.
Greek Monolingual
οἰωνοθέτης, ὁ (Α)
εξηγητής, ερμηνευτής τών οιωνών, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οιωνός + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. αστρο-θέτης.
Greek Monotonic
οἰωνοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ.