προκυλινδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />se rouler <i>ou</i> se jeter aux pieds de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κυλίνδω]].
|btext=-οῦμαι;<br />se rouler <i>ou</i> se jeter aux pieds de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κυλίνδω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκῠλινδέομαι:''' Παθ., κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου, Λατ. provolvi ad genua alicujus, <i>τινι</i>, σε Αριστοφ.· <i>τινος</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῠλινδέομαι Medium diacritics: προκυλινδέομαι Low diacritics: προκυλινδέομαι Capitals: ΠΡΟΚΥΛΙΝΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prokylindéomai Transliteration B: prokylindeomai Transliteration C: prokylindeomai Beta Code: prokulinde/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A roll before or at the feet of, prostrate oneself before another, τοῖς ἰκτίνοις Ar.Av.501 (cf. Sch.), Luc.DDeor.6.2 (v.l. -όμενον) ; τινος D.19.338 (nisi leg. προκαλ-) ; τῶν θείων ἰχνῶν Wilcken Chr.6.8 (v A.D.); π. ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος Arist.HA613b18 (προκυλίεσθαι ap.Antig.Mir.39); cf. προκαλινδέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προκῠλινδέομαι: Παθ., προκυλίομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, Λατιν. provolvi ad genua alicujus, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 501, ἔνθα ἴδε Σχολ.· τινος Δημ. 450. 2· πρ. ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 3· πρβλ. προκαλινδέομαι.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se rouler ou se jeter aux pieds de, gén..
Étymologie: πρό, κυλίνδω.

Greek Monotonic

προκῠλινδέομαι: Παθ., κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου, Λατ. provolvi ad genua alicujus, τινι, σε Αριστοφ.· τινος, σε Δημ.