σύλα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. épq. de</i> [[συλάω]].
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. épq. de</i> [[συλάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύλα:''' Επικ. αντί <i>ἐσύλα</i>, γʹ ενικ. παρατ. του [[συλάω]].
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, s. σύλη.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. épq. de συλάω.

Greek Monotonic

σύλα: Επικ. αντί ἐσύλα, γʹ ενικ. παρατ. του συλάω.