τραχέως: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. τρηχέως Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχύς]]. | |mltxt=και ιων. τ. τρηχέως Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρᾱχέως:''' επίρρ. του [[τραχύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. τραχύς 11.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχέως: Ἐπίρρ. τοῦ τραχύς, ὅ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec âpreté ou rudesse ; fig. τρηχέως (ion.) περιέπεσθαι HDT être durement traité ; τραχέως φέρειν PLUT être entêté ; τραχέως ἔχειν ISOCR être rude;
Cp. τραχύτερον, Sp. τραχύτατα.
Étymologie: τραχύς.
Greek Monolingual
και ιων. τ. τρηχέως Α
επίρρ. βλ. τραχύς.
Greek Monotonic
τρᾱχέως: επίρρ. του τραχύς.