τριώρυγος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(42) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] [[τρεις]] οργιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρυγος</i>, σπάνια [[μορφή]] με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. [[οργυιά]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>ώρυγος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] [[τρεις]] οργιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρυγος</i>, σπάνια [[μορφή]] με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. [[οργυιά]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>ώρυγος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριώρυγος:''' [ῠ], -ον ([[ὀργυιά]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] οργυιές, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
τριώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ ἀρχαῖος Ἀττικ. τύπος ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. διώρυγος, πεντώρυγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀρύσσω, ὄργυια.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τρεις οργιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. οργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].
Greek Monotonic
τριώρυγος: [ῠ], -ον (ὀργυιά), αυτός που αποτελείται από τρεις οργυιές, σε Ξεν.