τὤγαλμα: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(42)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />ιων. [[κράση]] [[αντί]] <i>τὸ [[ἄγαλμα]].
|mltxt=Α<br />ιων. [[κράση]] [[αντί]] <i>τὸ [[ἄγαλμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τὤγαλμα:''' Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[ἄγαλμα]].
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1167] zsgzgn = τὸ ἄγαλμα, Her.

Greek (Liddell-Scott)

τὤγαλμα: κατ’ Ἰωνικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἄγαλμα, Ἡρόδοτος 2. 42, 141.

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ ἄγαλμα.

Greek Monolingual

Α
ιων. κράση αντί τὸ ἄγαλμα.

Greek Monotonic

τὤγαλμα: Ιων. κράση αντί τὸ ἄγαλμα.