ὑπεισδύομαι: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_14) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεισδύομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, [[εἰσέρχομαι]] κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 1. 12· [[εἰσέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]] κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13. | |lstext='''ὑπεισδύομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, [[εἰσέρχομαι]] κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 1. 12· [[εἰσέρχομαι]], [[ἐμβαίνω]] κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεισδύομαι:''' Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-εισέδυν</i>, [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[γλιστρώ]] ή [[πλησιάζω]] [[κρυφά]] μέσα, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Med. with aor. 2 Act. ὑπεισέδυν,
A get in secretly, slip or steal in, Hdt.1.12 (ὑπεκδύς is prob. cj.); come or go in gradually, Arist.GC325b4:—Act. pres. ὑπεισδύνω, EM290.13.
German (Pape)
[Seite 1185] (s. δύω), mit aor. II. u. perf. act., darunter oder heimlich hineingehen, ὑπεισέδυ Her. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεισδύομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, εἰσέρχομαι κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν εἰσέρχομαι, Ἡρόδ. 1. 12· εἰσέρχομαι, ἐμβαίνω κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13.
Greek Monotonic
ὑπεισδύομαι: Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -εισέδυν, εισέρχομαι, μπαίνω κρυφά, γλιστρώ ή πλησιάζω κρυφά μέσα, σε Ηρόδ.