τρώξιμος: Difference between revisions

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(42)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ [[τρῶξις]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρώξιμα</i><br />τα [[τρωγάλια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρωκτός]].
|mltxt=-ον, ΜΑ [[τρῶξις]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρώξιμα</i><br />τα [[τρωγάλια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρωκτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρώξιμος:''' -ον, = [[τρωκτός]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρώξῐμος Medium diacritics: τρώξιμος Low diacritics: τρώξιμος Capitals: ΤΡΩΞΙΜΟΣ
Transliteration A: trṓximos Transliteration B: trōximos Transliteration C: troksimos Beta Code: trw/cimos

English (LSJ)

ον,

   A = τρωκτός, τὰν τ. (sc. σταφυλάν) eating-grapes, Theoc. 1.49, cf. Dig.50.16.205: τρώξιμα, τά, vegetables eaten raw, Hp.Int. 30; λαχανοφαγίη τρωξίμων πολλῶν ib.34, cf. PTeb.213 (ii B. C.), 117.74 (i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, Θεόκρ. 1. 49· ― τρώξιμα, τά, = τρωκτά, Ἱππ. 549. 36., 550, ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ τρῶξις
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρώξιμα
τα τρωγάλια
αρχ.
τρωκτός.

Greek Monotonic

τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, σε Θεόκρ.