χοραγός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(46)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χορηγός]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χορηγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χορᾱγός:''' Δωρ. και Αττ. του [[χορηγός]].
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1364] ό, dor. u. att. = χορηγός, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

dor. c. χορηγός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χορηγός.

Greek Monotonic

χορᾱγός: Δωρ. και Αττ. του χορηγός.