καρρέζουσα: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρρέζουσα:''' Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>, θηλ. μτχ. του [[καταρρέζω]]. | |lsmtext='''καρρέζουσα:''' Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>, θηλ. μτχ. του [[καταρρέζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρρέζουσα:''' эп. part. praes. f к [[καταρρέζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for καταρρέζουσα, Il.5.424.
Greek (Liddell-Scott)
καρρέζουσα: Ἐπικ. ἀντὶ καταρρέζουσα, Ἰλ. Ε. 424· ἴδε καταρρέζω.
French (Bailly abrégé)
part. prés. fém. épq. de καταρρέζω.
English (Autenrieth)
see καταρρέζω.
Greek Monotonic
καρρέζουσα: Επικ. αντί καταρρ-, θηλ. μτχ. του καταρρέζω.
Russian (Dvoretsky)
καρρέζουσα: эп. part. praes. f к καταρρέζω.