φευκτέον: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
(6) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φευκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[φεύγω]], αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ. | |lsmtext='''φευκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[φεύγω]], αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φευκτέον:''' adj. verb. к [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must flee, ἀπό τινος Pl.Phd.62d; δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ. they must flee, E.Heracl.259, cf. Ar.Av.392 (lyr.): pl., Sch.Il.10.149. II c. acc., ἀκολασίαν Pl. Grg.507d, cf. X.Mem.2.6.4, etc. III φευκτέος, α, ον, to be avoided, Gal.18(2).850; τὰ φ. Iamb.VP31.190.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φεύγω, δεῖ φεύγειν, ἀπό τινος Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 62D· δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ., πρέπει νὰ φύγωσιν οἱ κακοί, Εὐρ. Ἡρακλ. 259, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 392. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τί φ.; Εὐρ. Ἑλ. 860, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167D, Πολ. 358Α, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 149.
Greek Monotonic
φευκτέον: ρημ. επίθ. του φεύγω, αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φευκτέον: adj. verb. к φεύγω.