ἥλων: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(4)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥλων:''' Ιων. αντί [[ἑάλων]], αόρ. βʹ του [[ἁλίσκομαι]].
|lsmtext='''ἥλων:''' Ιων. αντί [[ἑάλων]], αόρ. βʹ του [[ἁλίσκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἥλων:''' эп.-ион. (= [[ἑάλων]]) aor. 2 к [[ἁλίσκομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 06:08, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao.2 ion. de ἁλίσκομαι.

Greek Monotonic

ἥλων: Ιων. αντί ἑάλων, αόρ. βʹ του ἁλίσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἥλων: эп.-ион. (= ἑάλων) aor. 2 к ἁλίσκομαι.