ἀντροειδής: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(5) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντροειδής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />όμοιος με [[άντρο]]. | |mltxt=[[ἀντροειδής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />όμοιος με [[άντρο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντροειδής:''' <b class="num">1)</b> подобный, пещере (κοιλότητες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> Diog. L. = [[ἀντρώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A like caues, Epicur.Ep.2p.48U., Placit.3.15.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντροειδής: -ές, ὅμοιος, ἄντρῳ, ἢ ἀντρώδης, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105, Πλούτ, 2. 896Ε.
Spanish (DGE)
-ές
cavernoso τόπος Epicur.Ep.[3] 105, cf. Placit.3.15.11.
Greek Monolingual
ἀντροειδής (-οῡς), -ές (Α)
όμοιος με άντρο.
Russian (Dvoretsky)
ἀντροειδής: 1) подобный, пещере (κοιλότητες Plut.);
2) Diog. L. = ἀντρώδης.