δυσμαί: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(10)
(2)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=αι (AM [[δυσμαί]], αι και [[δυσμή]], η<br />Α δωρ. τ. και [[δυθμή]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του ορίζοντα που δύει ο [[ήλιος]] («[[προς]] δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» — [[προς]] τα δυτικά)<br /><b>2.</b> το τελευταίο [[χρονικό]] [[διάστημα]] («εις τας δυσμάς του βίου του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας» κ.λπ.<br />στο [[τέλος]] της ζωής του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας κ.λπ.<br />β. «[[δυσμαί]] βίου» — τα [[γηρατειά]], το [[τέλος]] της ζωής).
|mltxt=αι (AM [[δυσμαί]], αι και [[δυσμή]], η<br />Α δωρ. τ. και [[δυθμή]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του ορίζοντα που δύει ο [[ήλιος]] («[[προς]] δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» — [[προς]] τα δυτικά)<br /><b>2.</b> το τελευταίο [[χρονικό]] [[διάστημα]] («εις τας δυσμάς του βίου του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας» κ.λπ.<br />στο [[τέλος]] της ζωής του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας κ.λπ.<br />β. «[[δυσμαί]] βίου» — τα [[γηρατειά]], το [[τέλος]] της ζωής).
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμαί:''' αἱ pl. к [[δυσμή]].
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
1 le coucher du soleil, des astres;
2 p. ext. la région où le soleil se couche, le couchant, l’occident.
Étymologie: δύνω.

Greek Monolingual

αι (AM δυσμαί, αι και δυσμή, η
Α δωρ. τ. και δυθμή)
1. το μέρος του ορίζοντα που δύει ο ήλιοςπρος δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» — προς τα δυτικά)
2. το τελευταίο χρονικό διάστημα («εις τας δυσμάς του βίου του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας» κ.λπ.
στο τέλος της ζωής του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας κ.λπ.
β. «δυσμαί βίου» — τα γηρατειά, το τέλος της ζωής).

Russian (Dvoretsky)

δυσμαί: αἱ pl. к δυσμή.