μειότερος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(24)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειότερος]], -έρα, -ον, σπάν. τ. θηλ. και -έρη (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μείων]].
|mltxt=[[μειότερος]], -έρα, -ον, σπάν. τ. θηλ. και -έρη (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μείων]].
}}
{{elru
|elrutext='''μειότερος:''' Anth. = [[μείων]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 116] poet. = μείων, kleiner, Diosc. 17 (VII, 411), u. einzeln bei a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

v. μικρός.

Greek Monolingual

μειότερος, -έρα, -ον, σπάν. τ. θηλ. και -έρη (Α)
βλ. μείων.

Russian (Dvoretsky)

μειότερος: Anth. = μείων.