μονόκαμπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_17) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόκαμπτος''': -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ [[κάτω]] δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7. | |lstext='''μονόκαμπτος''': -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ [[κάτω]] δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόκαμπτος:''' с одним сгибом, с одним сочленением ([[δάκτυλος]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with one bend, δάκτυλος (toe) Arist.HA494a15.
German (Pape)
[Seite 203] mit einer Biegung, einem Gelenk, Arist. H. A. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκαμπτος: -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον μέρος καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ κάτω δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.
Russian (Dvoretsky)
μονόκαμπτος: с одним сгибом, с одним сочленением (δάκτυλος Arst.).