μονόκαμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6_17)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόκαμπτος''': -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ [[κάτω]] δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.
|lstext='''μονόκαμπτος''': -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ [[κάτω]] δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόκαμπτος:''' с одним сгибом, с одним сочленением ([[δάκτυλος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκαμπτος Medium diacritics: μονόκαμπτος Low diacritics: μονόκαμπτος Capitals: ΜΟΝΟΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: monókamptos Transliteration B: monokamptos Transliteration C: monokamptos Beta Code: mono/kamptos

English (LSJ)

ον,

   A with one bend, δάκτυλος (toe) Arist.HA494a15.

German (Pape)

[Seite 203] mit einer Biegung, einem Gelenk, Arist. H. A. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκαμπτος: -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον μέρος καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ κάτω δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.

Russian (Dvoretsky)

μονόκαμπτος: с одним сгибом, с одним сочленением (δάκτυλος Arst.).