εὐκίων: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκίων:''' [ῑ], -ον, αυτός που έχει εύσχημους κίονες, σε Ευρ., Ανθ. | |lsmtext='''εὐκίων:''' [ῑ], -ον, αυτός που έχει εύσχημους κίονες, σε Ευρ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκίων:''' 2, gen. ονος (ῑ) украшенный красивыми колоннами (αὐλαί Eur.; [[νηός]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος,
A with beautiful pillars, αὐλαί E.Ion 185 (lyr.), cf. AP7.648.7 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκίων: ῑ, ον, ἔχων καλοὺς κίονας, εὐκίονες αὐλαὶ θεῶν Εὐρ. Ἴων 185, Ἀνθ. Π. 7. 648, 7, κλ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux belles colonnes.
Étymologie: εὖ, κίων¹.
Greek Monotonic
εὐκίων: [ῑ], -ον, αυτός που έχει εύσχημους κίονες, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκίων: 2, gen. ονος (ῑ) украшенный красивыми колоннами (αὐλαί Eur.; νηός Anth.).