ὠκύπος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκύπος:''' -ον, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] ισοδ. του επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ὠκύπος:''' -ον, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] ισοδ. του επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκύπος:''' Anth. = [[ὠκύπους]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ον, poet. form of sq., of Apollo, AP9.525.25.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπος: -ον, σπάνιος ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 525.
English (Autenrieth)
ποδος: swift-footed, horses.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. ωκύπους.
Greek Monotonic
ὠκύπος: -ον, σπάνιος ποιητ. τύπος ισοδ. του επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύπος: Anth. = ὠκύπους.