Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσηνιόχητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(4)
(2)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσηνιόχητος:''' -ον ([[ἡνιοχέω]]), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, καθοδηγείται με τα χαλινάρια, σε Λουκ.
|lsmtext='''δυσηνιόχητος:''' -ον ([[ἡνιοχέω]]), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, καθοδηγείται με τα χαλινάρια, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσηνιόχητος:''' с трудом управляемый, строптивый (δυσαγωγὸς καὶ δ. Luc.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 680] dasselbe, Luc. Abdic. 17.

Greek (Liddell-Scott)

δυσηνιόχητος: -ον, δυσκόλως ἡνιοχούμενος, δυσκυβέρνητος, Λουκ. Ἀποκηρυτ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à conduire avec les rênes, à gouverner.
Étymologie: δυσ-, ἡνιοχέω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de contener, ingobernable οἱ μεμηνότες Luc.Abd.17.

Greek Monolingual

δυσηνιόχητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα ηνιοχείται.

Greek Monotonic

δυσηνιόχητος: -ον (ἡνιοχέω), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, καθοδηγείται με τα χαλινάρια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσηνιόχητος: с трудом управляемый, строптивый (δυσαγωγὸς καὶ δ. Luc.).