ἐγκεντρισμός: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐγκεντρισμός]])<br />η [[εγκέντριση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />η [[ένωση]] δύο [[φυτών]] ή τμημάτων τους, [[εμβολιασμός]]. | |mltxt=ο (AM [[ἐγκεντρισμός]])<br />η [[εγκέντριση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />η [[ένωση]] δύο [[φυτών]] ή τμημάτων τους, [[εμβολιασμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκεντρισμός:''' ὁ прививка (ὁμοίων δένδρων εἰς [[ὅμοια]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Gp.4.12.2, PSI6.624.20.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 bot. injerto, injerto de púa περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἐλαιῶν Gp.9.16 tít., τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα. καλεῖται δὲ οὗτος ὁ τρόπος ἐ. Gp.10.75.5, cf. 4.12.2, Mich.in PN 105.8
•fig. ref. la conversión de fe crist., Iren.Lugd.Fr.Jena 10.2, Clem.Al.Strom.6.15.119, PRyl.471.3 (V d.C.), ref. al alma φυτὸν οὐράνιον, ἐγκεντρισμὸν ἀλλότριον οὐ δεξάμενον Synes.Prouid.1.10 (p.85).
2 acción de instigar, incitación, Gloss.2.283.
Greek Monolingual
ο (AM ἐγκεντρισμός)
η εγκέντριση
μσν.- νεοελλ.
η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκεντρισμός: ὁ прививка (ὁμοίων δένδρων εἰς ὅμοια Arst.).