ἀρρενωπία: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρρενωπία:''' ἡ, ανδρική, [[ανδροπρεπής]] [[εμφάνιση]], [[ανδροπρέπεια]], [[ανδρισμός]], [[αρρενωπότητα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀρρενωπία:''' ἡ, ανδρική, [[ανδροπρεπής]] [[εμφάνιση]], [[ανδροπρέπεια]], [[ανδρισμός]], [[αρρενωπότητα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρενωπία:''' ἡ мужественный вид, возмужалость Plat.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενωπία Medium diacritics: ἀρρενωπία Low diacritics: αρρενωπία Capitals: ΑΡΡΕΝΩΠΙΑ
Transliteration A: arrenōpía Transliteration B: arrenōpia Transliteration C: arrenopia Beta Code: a)rrenwpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A manly look, manliness, Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενωπία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἀρρενωπός, ἀρρενωπότης, Πλάτ. Συμπ. 192Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
air mâle ou viril.
Étymologie: ἀρρενωπός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
aspecto viril, virilidad Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.

Greek Monolingual

ἀρρενωπία, η (Α) αρρενωπός
η αρρενωπότητα, η ανδρικότητα.

Greek Monotonic

ἀρρενωπία: ἡ, ανδρική, ανδροπρεπής εμφάνιση, ανδροπρέπεια, ανδρισμός, αρρενωπότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενωπία: ἡ мужественный вид, возмужалость Plat.