σμινύδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(38)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σμινύη]]<br />υποκορ. του [[σμινύη]].
|mltxt=τὸ, Α [[σμινύη]]<br />υποκορ. του [[σμινύη]].
}}
{{elru
|elrutext='''σμῐνύδιον:''' τό небольшая кирка Arph.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 911] τό, dim. von σμινύη (?).

Greek (Liddell-Scott)

σμῐνύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372.

Greek Monolingual

τὸ, Α σμινύη
υποκορ. του σμινύη.

Russian (Dvoretsky)

σμῐνύδιον: τό небольшая кирка Arph.