πόλεων: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πόλεων:''' γεν. πληθ. του [[πόλις]]. II. [[πολέων]], Ιων. αντί <i>πολλῶν</i>, γεν. πληθ. του [[πολύς]]. | |lsmtext='''πόλεων:''' γεν. πληθ. του [[πόλις]]. II. [[πολέων]], Ιων. αντί <i>πολλῶν</i>, γεν. πληθ. του [[πολύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πόλεων:''' gen. pl. к [[πόλις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
gen. pl. of πόλις:—but πολέων, Ion. gen. pl. of πολύς.
Greek (Liddell-Scott)
πόλεων: γεν. πληθ. τοῦ πόλις· ― ἀλλὰ πολέων, Ἰων. γεν. πληθ. τοῦ πολύς.
French (Bailly abrégé)
gén. pl. de πόλις.
Greek Monotonic
πόλεων: γεν. πληθ. του πόλις. II. πολέων, Ιων. αντί πολλῶν, γεν. πληθ. του πολύς.
Russian (Dvoretsky)
πόλεων: gen. pl. к πόλις.