ἐκλυτικός: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(10) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκλυτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[έκλυση]], [[ατονία]]. | |mltxt=[[ἐκλυτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[έκλυση]], [[ατονία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκλῠτικός:''' расслабляющий, обессиливающий (αἵματος [[ἀποχώρησις]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A calculated to weaken, Arist.GA 726b13; ὥρα Aët.16.22: metaph., τῶν λόγων Herm. in Phdr.p.103 A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιφέρων ἔκλυσιν, ἀδυναμίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 5.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
fisiol. debilitante, emoliente, relajante ἡ τοῦ καθαροῦ καὶ ὑγιεινοῦ αἵματος ἀποχώρησις ἐκλυτικόν Arist.GA 726b13, cf. Phlp.in GA 46.9, ὥρα ὑπέρθερμος καὶ ἐ. época del año cálida y propicia para que (los poros) se relajen Sor.4.2.179, cf. Aët.16.22, τό γε μὴν χλιαροῖς θερμαίνειν ἐ. Ruf.Sat.Gon.39, cf. Gal.10.729, c. gen. ἐ. τῆς ἰσχύος Gal.19.667
•que suelta, que afloja c. gen. στομάχου de un tipo de viento, Aët.3.162.
Greek Monolingual
ἐκλυτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί έκλυση, ατονία.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλῠτικός: расслабляющий, обессиливающий (αἵματος ἀποχώρησις Arst.).